- προσφάγημα
- προσφάγημα [φᾰ], ατος, τό, = sq., Aesop.64, Moer. p.274 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφάγημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφάγημα — ήματος, τὸ, Α το προσφάγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φάγημα «τροφή, έδεσμα» (< θ. φαγ τού φαγεῖν*)] … Dictionary of Greek
προσφαγήματος — προσφάγημα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)